Greek Meaning of tsarist

τσαρικός

Other Greek words related to τσαρικός

Definitions and Meaning of tsarist in English

Wordnet

tsarist (a)

of or relating to or characteristic of a czar

FAQs About the word tsarist

τσαρικός

of or relating to or characteristic of a czar

απόλυτος,αυταρχικός,αυταρχικός,δεσποτικός,δικτατορικός,Αφέντης,τυραννικός,τυραννικός,τυραννικός,αντιδημοκρατικός

συνταγματικός,περιορισμένος,δημοκρατικός,νόμιμος,Ρεπουμπλικανικός,περιορισμένος,περιγεγραμμένο,συγκρατημένος

tsarina => Τσαρίνα, tsar => Τσάρος, tsa => TSA, trysting => συναντηση, tryster => άνδρας,