Greek Meaning of sovran
κυρίαρχος
Other Greek words related to κυρίαρχος
- μεγάλος
- αρχηγός
- κυρίαρχος
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- διευθυντής
- Κεφάλαιο
- καρδινάλιος
- κεντρικός
- εξέχον
- πρώτο
- Μεγάλος
- κλειδί
- κορυφαία
- κύριος
- αριθμός ένα
- αλαζόνας
- επικράτηση
- Ανώτατος
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- πρωτόγονος
- προηγούμενος
- Ανώτατος
- υψηλότερος
- συντριπτικός
- Τόξο
- γιορτάζεται
- εξαίρετος
- διάσημος
- διάσημος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- μεγάλος
- απαράμιλλος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- Εξαιρετικός
- περίβλεπτος
- Διάσημος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- κορυφαίο
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
Nearest Words of sovran
Definitions and Meaning of sovran in English
sovran
of an unqualified nature, supreme in power or authority, relating to, characteristic of, or befitting a supreme ruler, a monarch exercising supreme authority in a state, of the most exalted kind, having generalized curative powers, possessed of supreme power, one that exercises supreme authority within a limited sphere, having undisputed ascendancy, enjoying autonomy, one possessing or held to possess supreme political power or sovereignty, superlative in quality, any of various gold coins of the United Kingdom, a person or political entity (as a nation or state) possessing or held to possess sovereignty, an old British gold coin, an acknowledged leader, unlimited in extent, chief entry 1 sense 2, highest, a person, body of persons, or a state possessing sovereignty, politically independent
FAQs About the word sovran
κυρίαρχος
of an unqualified nature, supreme in power or authority, relating to, characteristic of, or befitting a supreme ruler, a monarch exercising supreme authority in
μεγάλος,αρχηγός,κυρίαρχος,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,διευθυντής,Κεφάλαιο
τελευταίο,λιγότερο,εγγύηση,ασήμαντος,ανήλικος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος
sovereignties => κυριαρχίες, sovereigns => άρχοντες, souvenirs => Αναμνηστικά, souses => σάλτσα, sourpusses => ξινομούρης,