Greek Meaning of collateral
εγγύηση
Other Greek words related to εγγύηση
- διαβεβαίωση
- κατάθεση
- επιδράσεις
- αγαθά
- Συμμετοχές
- πιόνι
- ιδιοκτησία
- Ασφάλεια
- πράγματα
- πράγματα
- Αντικείμενα
- ομόλογο
- κινητά πράγματα
- Σύμβαση
- γρανάζι
- εγγύηση
- εγγύηση
- Κινητά πράγματα
- κινητά πράγματα
- Εξοπλισμός
- Προσωπικά αντικείμενα
- Προσωπική περιουσία
- Προσωπικότητα
- υπόσχεση
- λεηλασία
- κατοχή
- εγγύηση
- θησαυροί
- πολύτιμα αντικείμενα
- εγγύηση
- συμφωνία
- συμφωνία
- Φαβορίτες
- κτήμα
- Ενσώματα πάγια
Nearest Words of collateral
Definitions and Meaning of collateral in English
collateral (n)
a security pledged for the repayment of a loan
collateral (a)
descended from a common ancestor but through different lines
collateral (s)
serving to support or corroborate
additional but secondary; auxiliary
situated or running side by side
occurring with or following as a consequence
FAQs About the word collateral
εγγύηση
a security pledged for the repayment of a loan, descended from a common ancestor but through different lines, serving to support or corroborate, additional but
διαβεβαίωση,κατάθεση,επιδράσεις,αγαθά,Συμμετοχές,πιόνι,ιδιοκτησία,Ασφάλεια,πράγματα,πράγματα
λιγότερο,λιγότερο
collarless => αμάνικος, collarette => κολάρο, collaret => περιδέραιο, collared pika => Πικα με περιλαίμιο, collared peccary => Πέκαρι με περιλαίμιο,