Greek Meaning of collarless
αμάνικος
Other Greek words related to αμάνικος
Nearest Words of collarless
Definitions and Meaning of collarless in English
collarless (a)
without a collar
FAQs About the word collarless
αμάνικος
without a collar
περιδέραιο,Χάντρες,κολιέ,Κολάρο σκύλου,Λέι,βραχιόλι,κολιέ (kolié),μενταγιόν,μενταγιόν,μενταγιόν
εκφόρτιση,απελευθέρωση,Απελευθέρωση,ελευθέρωση
collarette => κολάρο, collaret => περιδέραιο, collared pika => Πικα με περιλαίμιο, collared peccary => Πέκαρι με περιλαίμιο, collared lizard => Σαύρα με περιλαίμιο,