Greek Meaning of collected
συλλεγέν
Other Greek words related to συλλεγέν
- Ήρεμος
- συντεθειμένος
- ειρηνικός
- δαιμονισμένος
- Γαλήνιος
- σε ειρήνη
- κεντρικός
- σίγουρος
- κουλ
- ίδιος
- επίπεδο
- διαυγής
- ήρεμος
- θυμίζει
- ανακουφισμένος
- σιωπηλός
- λείο
- σταθερός
- μαζί
- ήρεμος
- άενοχλητος
- ατάραχος
- ατάραχος
- ακλόνητος
- ανήσυχος
- ανέμελος
- ήρεμος
- Φιλικός
- απόμακρος
- σίγουρος
- βοοειδής
- αέρας
- ανέμελος
- ψύχραιμος
- αποσπασμένος
- με αυτοπειθαρχία
- αποστασιοποιημένος
- εύκολος
- ισόρροπος
- ακόμα
- ατάραχος
- αδιάφορος
- γλυκός
- αναίσθητος
- αδιάφορος
- φλεγματικός
- χαλαρός
- αυτόνομο
- ψύχραιμος
- νηφάλιος
- ηρεμισμένος
- Ανεπηρέαστος
- ατάραχος
- ακλόνητος
- Καλά προσαρμοσμένος
- ισορροπημένο
- ισορροπημένος
- ηρεμισμένο
Nearest Words of collected
- collectedly => συλλογικά
- collectible => Συλλεκτικό αντικείμενο
- collecting => συλλογή
- collection => συλλογή
- collection plate => δίσκος προσφορών
- collective => συλλογικός
- collective agreement => Συλλογική συμφωνία
- collective bargaining => Συλλογικές διαπραγματεύσεις
- collective farm => κολχόζ
- collective noun => Ομαδικό ουσιαστικό
Definitions and Meaning of collected in English
collected (a)
brought together in one place
collected (s)
in full control of your faculties
FAQs About the word collected
συλλεγέν
brought together in one place, in full control of your faculties
Ήρεμος,συντεθειμένος,ειρηνικός,δαιμονισμένος,Γαλήνιος,σε ειρήνη,κεντρικός,σίγουρος,κουλ,ίδιος
ταραγμένος,ανήσυχος,ενοχλημένο,στεναχωρημένος,διαταραγμένος,ταραγμένος,ανήσυχος,Αλυσίδες,αναστατωμένος,ανήσυχος
collectable => Συλλεκτικό, collect call => συνδιαλέξεις για είσπραξη, collect => συλλέγω, colleague => Συνάδελφος, collation => διαλογή,