Greek Meaning of collected

συλλεγέν

Other Greek words related to συλλεγέν

Definitions and Meaning of collected in English

Wordnet

collected (a)

brought together in one place

Wordnet

collected (s)

in full control of your faculties

FAQs About the word collected

συλλεγέν

brought together in one place, in full control of your faculties

Ήρεμος,συντεθειμένος,ειρηνικός,δαιμονισμένος,Γαλήνιος,σε ειρήνη,κεντρικός,σίγουρος,κουλ,ίδιος

ταραγμένος,ανήσυχος,ενοχλημένο,στεναχωρημένος,διαταραγμένος,ταραγμένος,ανήσυχος,Αλυσίδες,αναστατωμένος,ανήσυχος

collectable => Συλλεκτικό, collect call => συνδιαλέξεις για είσπραξη, collect => συλλέγω, colleague => Συνάδελφος, collation => διαλογή,