Greek Meaning of collectedly
συλλογικά
Other Greek words related to συλλογικά
Nearest Words of collectedly
- collectible => Συλλεκτικό αντικείμενο
- collecting => συλλογή
- collection => συλλογή
- collection plate => δίσκος προσφορών
- collective => συλλογικός
- collective agreement => Συλλογική συμφωνία
- collective bargaining => Συλλογικές διαπραγματεύσεις
- collective farm => κολχόζ
- collective noun => Ομαδικό ουσιαστικό
- collective security => Συλλογική ασφάλεια
Definitions and Meaning of collectedly in English
collectedly (r)
in a self-collected or self-possessed manner
FAQs About the word collectedly
συλλογικά
in a self-collected or self-possessed manner
ευρέως,συλλογικά,διάφορος,ευέλικτος,συνολικά,συνολικά,γενικά,στο σύνολό τους,συμπεριλαμβανομένων,χαλαρά
κυριολεκτικά,μικροσκοπικώς,λεπτομερώς,οριακά,αυστηρά,μόνος,κατηγορηματικά,αναλυτικά,σαφώς,αποκλειστικά
collected => συλλεγέν, collectable => Συλλεκτικό, collect call => συνδιαλέξεις για είσπραξη, collect => συλλέγω, colleague => Συνάδελφος,