Greek Meaning of comprehensively
Περιεκτικός
Other Greek words related to Περιεκτικός
Nearest Words of comprehensively
- comprehensive school => Ενιαίο σχολείο
- comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση
- comprehensive => ολοκληρωμένο
- comprehension => κατανόηση
- comprehensible => κατανοητός
- comprehensibility => κατανοητότητα
- comprehendible => κατανοητός
- comprehended => Κατάλαβα
- comprehend => κατανοώ
- compounding => σύνθετη
Definitions and Meaning of comprehensively in English
comprehensively (r)
in an all-inclusive manner
FAQs About the word comprehensively
Περιεκτικός
in an all-inclusive manner
συστηματικά,διεξοδικά,наконец,ολοκληρωτικά,εξαντλητικά,εκτενώς,πλήρως,λεπτομερώς,έντονα,λεπτομερώς
χωρίς στόχο,τυχαία,ατελώς,ανεπαρκώς,οριακά,τυχαία,συνοπτικά,επιφανειακά,επιπόλαια,άσχετα
comprehensive school => Ενιαίο σχολείο, comprehensive examination => Αναλυτική εξέταση, comprehensive => ολοκληρωμένο, comprehension => κατανόηση, comprehensible => κατανοητός,