Greek Meaning of compressing

συμπιέζοντας

Other Greek words related to συμπιέζοντας

Definitions and Meaning of compressing in English

Wordnet

compressing (n)

applying pressure

FAQs About the word compressing

συμπιέζοντας

applying pressure

συμπίεση,συμπύκνωση,σύναψη σύμβασης,Συστολή,φθίνων,χαμήλωμα,μείωση,Συστολή,συρρίκνωση,Μείωση

συσσωρεύοντας,συσσώρευση,πρόσθεση,αύξηση,Πολλαπλασιασμός,πολλαπλασιασμός,διπλασιασμός,ανάπτυξη,μανιταριάζω,διαδίδω

compressible => Συμπιέσιμο, compressibility => Συμπιεστότητα, compressed yeast => μαγιά, compressed gas => Συμπιεσμένο αέριο, compressed air => Πεπιεσμένος αέρας,