Greek Meaning of contraction
Συστολή
Other Greek words related to Συστολή
Nearest Words of contraction
- contracting => σύναψη σύμβασης
- contractility => Αναπτυσσόμενη ιδιότητα
- contractile organ => Συγκλειόμενο όργανο
- contractile => συσταλτικός
- contracted => συμφωνημένο
- contractable => Συστελλόμενος
- contract under seal => σφραγισμένο συμβόλαιο
- contract tablet => tablet σύμβασης
- contract system => Σύστημα συμβάσεων
- contract out => εξωτερική ανάθεση
Definitions and Meaning of contraction in English
contraction (n)
(physiology) a shortening or tensing of a part or organ (especially of a muscle or muscle fiber)
the process or result of becoming smaller or pressed together
a word formed from two or more words by omitting or combining some sounds
the act of decreasing (something) in size or volume or quantity or scope
FAQs About the word contraction
Συστολή
(physiology) a shortening or tensing of a part or organ (especially of a muscle or muscle fiber), the process or result of becoming smaller or pressed together,
συμπίεση,Συμπύκνωση,συμπύκνωση,στένωση,σύναψη σύμβασης,πιέζω,συμπίεση,συμπίεση,συγκέντρωση,ενοποίηση
επέκταση,αποσυμπίεση,διαστολή,διασπορά,διάλυση,Πληθωρισμός,διασκόρπιση,Επέκταση,διάταση,Οίδημα
contracting => σύναψη σύμβασης, contractility => Αναπτυσσόμενη ιδιότητα, contractile organ => Συγκλειόμενο όργανο, contractile => συσταλτικός, contracted => συμφωνημένο,