FAQs About the word contractile organ

Συγκλειόμενο όργανο

a bodily organ that contracts

No synonyms found.

No antonyms found.

contractile => συσταλτικός, contracted => συμφωνημένο, contractable => Συστελλόμενος, contract under seal => σφραγισμένο συμβόλαιο, contract tablet => tablet σύμβασης,