Greek Meaning of contractility
Αναπτυσσόμενη ιδιότητα
Other Greek words related to Αναπτυσσόμενη ιδιότητα
Nearest Words of contractility
- contractile organ => Συγκλειόμενο όργανο
- contractile => συσταλτικός
- contracted => συμφωνημένο
- contractable => Συστελλόμενος
- contract under seal => σφραγισμένο συμβόλαιο
- contract tablet => tablet σύμβασης
- contract system => Σύστημα συμβάσεων
- contract out => εξωτερική ανάθεση
- contract offer => Προσφορά σύμβασης
- contract of hazard => Σύμβαση κινδύνου
Definitions and Meaning of contractility in English
contractility (n)
the capability or quality of shrinking or contracting, especially by muscle fibers and even some other forms of living matter
FAQs About the word contractility
Αναπτυσσόμενη ιδιότητα
the capability or quality of shrinking or contracting, especially by muscle fibers and even some other forms of living matter
συμφωνία,εγγύηση,διαβεβαίωση,ομόλογο,συμφωνία,εγγύηση,Σύμφωνο,υπόσχεση,εγγύηση,Συνθήκη
επιστρέφω,κέρδος,θεραπεύω,αναπληρώνω,ανακτώ,επισκευάζω,συγκέντρωση,επαναφορά,αναρρώνω (από),αναρρώσω
contractile organ => Συγκλειόμενο όργανο, contractile => συσταλτικός, contracted => συμφωνημένο, contractable => Συστελλόμενος, contract under seal => σφραγισμένο συμβόλαιο,