FAQs About the word troth

αλήθεια

a mutual promise to marry, a solemn pledge of fidelityBelief; faith; fidelity., Truth; verity; veracity; as, by my troth., Betrothal.

όρκος,υπόσχεση,υπόσχεση,όρκος,διαβεβαίωση,δέσμευση,λέξη,συμφωνία,ραντεβού,διευθέτηση

αποσύνδεση

trot out => βγάζω έξω, trot => τροχασμός, trossers => Στόλος, troppo => πάρα πολύ, troposphere => Τροπόσφαιρα,