Greek Meaning of contract
Σύμβαση
Other Greek words related to Σύμβαση
Nearest Words of contract
- contraclockwise => Αντίθετα προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού
- contraceptive pill => αντισυλληπτικό χάπι
- contraceptive method => μέθοδος αντισύλληψης
- contraceptive diaphragm => Διάφραγμα
- contraceptive device => Αντισυλληπτικό
- contraceptive => αντισυλληπτικά
- contraception => Αντισύλληψη
- contrabassoon => Κοντραμπάσο
- contrabass => κοντραμπάσο
- contrabandist => λαθρέμπορος
- contract bridge => σύμβαση γέφυρα
- contract in => συνάπτω σύμβαση
- contract law => Συμβατικό δίκαιο
- contract of adhesion => Σύμβαση προσχώρησης
- contract of hazard => Σύμβαση κινδύνου
- contract offer => Προσφορά σύμβασης
- contract out => εξωτερική ανάθεση
- contract system => Σύστημα συμβάσεων
- contract tablet => tablet σύμβασης
- contract under seal => σφραγισμένο συμβόλαιο
Definitions and Meaning of contract in English
contract (n)
a binding agreement between two or more persons that is enforceable by law
(contract bridge) the highest bid becomes the contract setting the number of tricks that the bidder must make
a variety of bridge in which the bidder receives points toward game only for the number of tricks he bid
contract (v)
enter into a contractual arrangement
engage by written agreement
squeeze or press together
be stricken by an illness, fall victim to an illness
become smaller or draw together
make smaller
compress or concentrate
make or become more narrow or restricted
reduce in scope while retaining essential elements
FAQs About the word contract
Σύμβαση
a binding agreement between two or more persons that is enforceable by law, (contract bridge) the highest bid becomes the contract setting the number of tricks
συμφωνία,εγγύηση,διαβεβαίωση,ομόλογο,συμφωνία,εγγύηση,Σύμφωνο,υπόσχεση,εγγύηση,Συνθήκη
επιστρέφω,κέρδος,θεραπεύω,αναπληρώνω,ανακτώ,επισκευάζω,συγκέντρωση,επαναφορά,αναρρώνω (από),αναρρώσω
contraclockwise => Αντίθετα προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού, contraceptive pill => αντισυλληπτικό χάπι, contraceptive method => μέθοδος αντισύλληψης, contraceptive diaphragm => Διάφραγμα, contraceptive device => Αντισυλληπτικό,