Greek Meaning of contrabandist
λαθρέμπορος
Other Greek words related to λαθρέμπορος
Nearest Words of contrabandist
- contraband => λαθραίο εμπόρευμα
- contra danse => Αντάμωμα
- contra => ενάντια
- contour sheet => Χάρτης ισοϋψών
- contour map => Χάρτης περιγραμμάτων
- contour line => Υψομετρική καμπύλη
- contour language => Γλώσσα με τόνους
- contour feather => φτερό περιγράμματος
- contour => περίγραμμα
- contortions => στρεβλώσεις
- contrabass => κοντραμπάσο
- contrabassoon => Κοντραμπάσο
- contraception => Αντισύλληψη
- contraceptive => αντισυλληπτικά
- contraceptive device => Αντισυλληπτικό
- contraceptive diaphragm => Διάφραγμα
- contraceptive method => μέθοδος αντισύλληψης
- contraceptive pill => αντισυλληπτικό χάπι
- contraclockwise => Αντίθετα προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού
- contract => Σύμβαση
Definitions and Meaning of contrabandist in English
contrabandist (n)
someone who imports or exports without paying duties
FAQs About the word contrabandist
λαθρέμπορος
someone who imports or exports without paying duties
Δρομέας,λαθρέμπορος,Λαθρέμπορος,Ταχυδρόμος,κογιότ,μουλάρι,έμπορος όπλων
No antonyms found.
contraband => λαθραίο εμπόρευμα, contra danse => Αντάμωμα, contra => ενάντια, contour sheet => Χάρτης ισοϋψών, contour map => Χάρτης περιγραμμάτων,