FAQs About the word smuggler

λαθρέμπορος

someone who imports or exports without paying duties

Λαθρέμπορος,Ταχυδρόμος,μουλάρι,Δρομέας,λαθρέμπορος,κογιότ,έμπορος όπλων

No antonyms found.

smuggled => Παρεμπορίου, smuggle => λαθρεμπόριο, smug => εγωιστής, smudgy => μουτζουρωμένος, smudge => στίγμα,