Greek Meaning of smuggle
λαθρεμπόριο
Other Greek words related to λαθρεμπόριο
- αγοράζω
- διανέμω
- πουλάω
- προμήθεια
- καλή αγορά
- ανταλλαγή
- Μαϊμού
- Ανταλλαγή
- περίφραξη
- Εμπόριο αλόγων
- εμπορεύματα
- Διαπραγματεύομαι
- πεντάλ
- αγορά (agora)
- Επαναπώληση
- εναλλαγή
- παίρνω
- διεξάγω
- δημοπρασία
- γωνία
- συμφωνία
- απορροφάω
- Δίκαιο εμπόριο
- επενδύσετε
- αγορά
- Εμπορεύματα
- μονοπωλώ
- παραλαμβάνω
- Αγορά με επαναγορά
- Λιανικό εμπόριο
- εικάζω
- εμπόριο
- κυκλοφορία
- Υποτιμώ
- πουλώ
- χονδρική
Nearest Words of smuggle
Definitions and Meaning of smuggle in English
smuggle (v)
import or export without paying customs duties
FAQs About the word smuggle
λαθρεμπόριο
import or export without paying customs duties
αγοράζω,διανέμω,πουλάω,προμήθεια,καλή αγορά,ανταλλαγή,Μαϊμού,Ανταλλαγή,περίφραξη,Εμπόριο αλόγων
μποϊκοτάζ,Μαύρη μπάλα
smug => εγωιστής, smudgy => μουτζουρωμένος, smudge => στίγμα, smsgt => ανθυπασπιστής, smoulderingly => σιγοκαίω,