Greek Meaning of smothering
ασφυκτικός
Other Greek words related to ασφυκτικός
- καταπιεστικός
- αποπνικτικός
- ασφυκτικός
- Υγρός
- κοντά
- υγρός
- Μουσκέματος
- στάζει
- βαρύς
- υγρός
- κορεσμένος
- υποτροπικός
- υποτροπικό
- βρεγμένος
- μούλιασμα
- Αχνιστός
- πνιγηρός
- υποτροπικός
- υποτροπικός
- αποπνικτικός
- Καυτός, καυλωμένος
- τροπικός κύκλος
- τροπικός
- Ημι-υγρασία
- πλημμυρισμένος
- λούστηκα
- υγρός
- έβρεξε
- υγρός
- Συννεφιασμένος
- βρεγμένος
- Απορροφητικός
- μουσκεμένος
- σάλτσα
- κολλώδης
- oiμώδης
- περίληψη
- πλυμένο
- ποτισμένος
- υγρικός
- Υδαρής
- βρεγμένος
- βρεγμένο
- Θερινός
Nearest Words of smothering
Definitions and Meaning of smothering in English
smothering (s)
causing difficulty in breathing especially through lack of fresh air and presence of heat
FAQs About the word smothering
ασφυκτικός
causing difficulty in breathing especially through lack of fresh air and presence of heat
καταπιεστικός,αποπνικτικός,ασφυκτικός,Υγρός,κοντά,υγρός,Μουσκέματος,στάζει,βαρύς,υγρός
ενθαρρυντικός,ξηρός,φρέσκος,άνυδρος,ψημένο,καμμένος,καμένο,κουλ,Κροκαλένια,σκονισμένος
smotherer => πνίχτης, smothered mate => Ματ σε ασφυκτικό δίχτυ, smothered => πνιγμένος, smother => πνίγω, smote => χτύπησε,