Greek Meaning of humid

υγρός

Other Greek words related to υγρός

Definitions and Meaning of humid in English

Wordnet

humid (s)

containing or characterized by a great deal of water vapor

Webster

humid (a.)

Containing sensible moisture; damp; moist; as, a humidair or atmosphere; somewhat wet or watery; as, humid earth; consisting of water or vapor.

FAQs About the word humid

υγρός

containing or characterized by a great deal of water vaporContaining sensible moisture; damp; moist; as, a humidair or atmosphere; somewhat wet or watery; as, h

υγρός,Συννεφιασμένος,κολλώδης,υγρός,καταπιεστικός,υποτροπικός,υποτροπικός,oiμώδης,τροπικός κύκλος,τροπικός

ξηρός,άνυδρος,ενθαρρυντικός,καμένο,κουλ,Κροκαλένια,ξηρός,σκονισμένος,φρέσκος,αναζωογονητικός

humicubation => Χουμικοποίηση, humic substance => Ουσία χούμου, humic shale => Χουμικός σχιστόλιθος, humic acid => Χουμικό οξύ, humic => χουμικός,