Greek Meaning of washed
πλυμένο
Other Greek words related to πλυμένο
- λούστηκα
- στάζει
- πλημμυρισμένος
- κορεσμός
- κορεσμένος
- βρεγμένος
- μούλιασμα
- βρεγμένος
- πλημμυρισμένος
- αγκαθωτός
- υγρός
- έβρεξε
- Μουσκέματος
- πνιγμένος
- κοκκινισμένος
- συνδεδεμένος
- υγρός
- ξεπλυμένο
- βρεγμένος
- Απορροφητικός
- σάλτσα
- πιτσιλισμένος
- βυθισμένος
- ποτισμένος
- υγρικός
- βρεγμένο
- μουλιασμένος
- Υδατώδης
- Υγρός
- Υγρός
- κατακλύζω
- βουτηγμένο
- υγρός
- ενυδατωμένος
- πλημμυρισμένος
- αρδευόμενη
- πλυμένος
- υπερχειλισμένος
- εκπλύθηκε
- μουσκεμένος
- Υδαρής
- βουτηγμένος
- Εμποτισμένο
- βυθισμένος
Nearest Words of washed
Definitions and Meaning of washed in English
washed (s)
clean by virtue of having been washed in water
wet as from washing; sometimes used in combination
washed (imp. & p. p.)
of Wash
washed (a.)
Appearing as if overlaid with a thin layer of different color; -- said of the colors of certain birds and insects.
FAQs About the word washed
πλυμένο
clean by virtue of having been washed in water, wet as from washing; sometimes used in combinationof Wash, Appearing as if overlaid with a thin layer of differe
λούστηκα,στάζει,πλημμυρισμένος,κορεσμός,κορεσμένος,βρεγμένος,μούλιασμα,βρεγμένος,πλημμυρισμένος,αγκαθωτός
άνυδρος,ξηρός,άνυδρος,ανάποδες,ψημένο,Ξεκρός,αφυδατωμένος,αδιάβροχο,υδατοαπωθητικό,ανθεκτικό στο νερό
washdish => Πλυντήριο πιάτων, washday => ημέρα πλυσίματος, washcloth => πετσέτα προσώπου, washbowl => νιπτήρας, washboard => σκαφάκι,