Greek Meaning of irrigated

αρδευόμενη

Other Greek words related to αρδευόμενη

Definitions and Meaning of irrigated in English

Webster

irrigated (imp. & p. p.)

of Irrigate

FAQs About the word irrigated

αρδευόμενη

of Irrigate

Υδατώδης,υγρός,Υγρός,κοκκινισμένος,υγρός,πλυμένος,υγρός,ξεπλυμένο,εκπλύθηκε,Εμποτισμένο

άνυδρος,Ξεκρός,ξηρός,άνυδρος,ανάποδες,ψημένο,αφυδατωμένος,ξηρός,ξερός,ξερός

irrigate => αρδεύω, irridentist => αλυτρωτιστής, irridentism => αλυτρωτισμός, irridenta => αλύτρωτη, irrhetorical => μη ρητορικός,