Greek Meaning of logged

συνδεδεμένος

Other Greek words related to συνδεδεμένος

Definitions and Meaning of logged in English

Webster

logged (imp. & p. p.)

of Log

Webster

logged (a.)

Made slow and heavy in movement; water-logged.

FAQs About the word logged

συνδεδεμένος

of Log, Made slow and heavy in movement; water-logged.

λούστηκα,στάζει,πλημμυρισμένος,κορεσμός,κορεσμένος,βρεγμένος,πλυμένο,βρεγμένος,πλημμυρισμένος,αγκαθωτός

άνυδρος,ψημένο,Ξεκρός,ξηρός,άνυδρος,ανάποδες,αφυδατωμένος,ηλιοκαμένο,Διψασμένος,αδιάβροχο

logge => Λότζια, loggat => Λότζατ, loggan => Λόγκαν, loge => θεωρείο, logcock => Logcock,