Greek Meaning of dehydrated

αφυδατωμένος

Other Greek words related to αφυδατωμένος

Definitions and Meaning of dehydrated in English

Wordnet

dehydrated (s)

suffering from excessive loss of water from the body

preserved by removing natural moisture

FAQs About the word dehydrated

αφυδατωμένος

suffering from excessive loss of water from the body, preserved by removing natural moisture

ψημένο,Ξεκρός,ξερός,ηλιοκαμένο,στεγνώνω στον αέρα,Έρημος,υπερξηρός,πολύ ξηρός,άνυδρος,ερημικός

λούστηκα,υγρός,υγρός,Μουσκέματος,στάζει,υγρός,υγρός,κορεσμένος,βρεγμένος,Απορροφητικός

dehydrate => Αφυδατώνω, dehusk => ξεφλουδίζω, dehumidify => Αφυγραίνω, dehumidifier => Αφυγραντήρας, dehumanized => απανθρωποποιημένος,