Greek Meaning of swamped
βυθισμένος
Other Greek words related to βυθισμένος
- απορροφάται
- εργατικός
- πολυσύχναστος
- απασχολημένος
- συγκεντρώνοντας
- επιμελής
- εργαζόμενος
- αρραβωνιασμένος
- εστιασμένος
- εργατικός
- εμβαπτισμένος
- εργατικός
- μέχρι τα γόνατα
- κατειλημμένος
- προβληματισμένος
- ενεργός
- απορροφημένος
- εστιασμένος
- πήδημα
- επίπονος
- επιμελής
- Δεσμευμένος
- λειτουργική
- Ενεργητικός
- ακούραστος
- πρόθεση
- ακούραστος
- ακούραστος
- ζωηρός
Nearest Words of swamped
Definitions and Meaning of swamped in English
swamped
to open by removing underbrush and debris, one dominated by woody vegetation, a difficult or troublesome situation or subject, wet spongy land often partly covered with water, to fill or become filled with or as if with water, a wetland often partially or intermittently covered with water, a tract of swamp, to become submerged, to overwhelm numerically or by an excess of something, overwhelm sense 2, to fill with or as if with water
FAQs About the word swamped
βυθισμένος
to open by removing underbrush and debris, one dominated by woody vegetation, a difficult or troublesome situation or subject, wet spongy land often partly cove
απορροφάται,εργατικός,πολυσύχναστος,απασχολημένος,συγκεντρώνοντας,επιμελής,εργαζόμενος,αρραβωνιασμένος,εστιασμένος,εργατικός
αδρανής,αδρανής,τεμπέλης,άψυχο,νυσταγμένος,αργός,Ανεργος,ακατοίκητο,κοιμισμένος,νεκρός
swamis => σβάμι, swam => κολύμπησε, swallows => χελιδόνια, swallowing => Κατάποση, swallowed => κατάπιε,