Greek Meaning of swanned
κύκνοι
Other Greek words related to κύκνοι
- Βημάτιζε
- έμεινε
- αργοπορούσε
- περίπατος
- τριγυρνώ
- περπατούσε
- νύσταξε
- καθυστερημένος
- κατούρησα
- τρύπησε
- χαλαρός
- ξεκούραστος
- καθυστερούσε
- απογοητευμένος
- παγωμένο
- καθυστερείν
- αργοπορώ
- μονότονος
- εξαπατημένος
- σε αναστολή εργασίας
- χειμέρια νάρκη
- αδρανής
- τεμπέλιαζε
- τεμπελιάζω
- κρεμόταν
- Ξάπλωνε
- Επέδειξε θρασύτητα.
- χάλασε
- παίζεται
- περιπαίζω
- Αισθάνομαι
- θερινός ύπνος
- έκανε βλακείες
- τεμπελιάζει
- έκανε γκάφα
- χακαρισμένο (γύρω)
- Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω)
- ~~κρεμασμένος~~
- χαλάρωσε
- τεμπέλης
- πιθηκίσιος
- χαλιμένος
- τριγύριζε
- Μαστόρευε (γύρω)
- Απουσίασε αδικαιολόγητα
Nearest Words of swanned
Definitions and Meaning of swanned in English
swanned
to wander aimlessly or idly, one that resembles or is likened to a swan, any of various large heavy-bodied long-necked mostly pure white aquatic birds (family Anatidae, especially genus Cygnus) that have webbed feet and are related to but larger than the geese, declare, swear, any of various large heavy-bodied long-necked usually pure white water birds with webbed feet that are related to but larger than the geese, the constellation Cygnus
FAQs About the word swanned
κύκνοι
to wander aimlessly or idly, one that resembles or is likened to a swan, any of various large heavy-bodied long-necked mostly pure white aquatic birds (family A
Βημάτιζε,έμεινε,αργοπορούσε,περίπατος,τριγυρνώ,περπατούσε,νύσταξε,καθυστερημένος,κατούρησα,τρύπησε
εφαρμοσμένο,έδαφος,Κυφωτικός,έσπευσε,κοπιαστικός,καρφωμένη,τσαπατσουλιάζω,οργωμένο,συνδεδεμένο,υποδουλωμένος
swanking => Κόμπακας, swankiness => επιδεικτικές, swankily => με χλιδή, swanked => αλαζονικός, swan dives => βουτιές κύκνου,