Greek Meaning of fiddled (around)

έκανε βλακείες

Other Greek words related to έκανε βλακείες

Definitions and Meaning of fiddled (around) in English

fiddled (around)

No definition found for this word.

FAQs About the word fiddled (around)

έκανε βλακείες

ανόητα,χαζολογώντας (γύρω),~~κρεμασμένος~~,κλώτσησε γύρω,Χαντάκησε,Έκανε μαimuδιές,παίζεται,τριγύριζε,Μαστόρευε (γύρω),Κλόουν

εργατικός,(ορίζω),εγκατεστημένος,Βάστηξε την πλάτη

fiddle away => Χάνω, fiddle (with) => ασχολούμαι με, fiddle (around) => σκαλίζω, fictitiousness => μυθοπλασία, fictions => μυθοπλασίες,