FAQs About the word diddled (with)

Απάτησε (με)

παίζω (με),έπαιξε (με),παραποιημένο (με),χειραγωγημένος,κακοποιημένος,τροποποιημένο,παραποιημένο,επενέβη,άγριος,ανακατεύτηκε

No antonyms found.

diddled => εξαπάτησε, diddle (with) => παίζω (με), didact => διδακτικός, did up => έκανε, did in => έκανε σε,