Greek Meaning of set (to)
(ορίζω)
Other Greek words related to (ορίζω)
- εγκαθίσταμαι (κάτω)
- διεύθυνση
- απασχολημένος
- δεσμεύω
- ανησυχία
- Συμπλέκομαι
- Αφοσιωθείτε σε κάτι
- σβήνω
- να επαναεφαρμόσω
- φθείρω
- εφαρμόζω
- Λύγισμα
- κούμπωμα
- Συνέχισε
- αφοσιώνω
- ασκώ
- εξάτμιση
- δίνω
- Π καρφιτσώσω (μακριά)
- συνεισφέρειν
- άροτρο
- συνδέω
- βουτάω (μέσα)
- Επανένταξη
- ξοδεύω
- καταπόνηση
- στρες
- φόρος
- πρόβλημα
- δουλειά
Nearest Words of set (to)
- set at => ρυθμισμένο σε
- set by => ορισμένο από
- set eyes on => βλέπω στα μάτια
- set foot in => Βάζω πόδι
- set one's heart on => βάζω την καρδιά μου σε
- set one's teeth on edge => Τρίβω τα δόντια μου
- set store by => θεωρώ σημαντικό
- set store on => εκτιμά
- set straight => διορθώνω
- set-asides => σταθερές διατάξεις
Definitions and Meaning of set (to) in English
set (to)
to begin actively and earnestly, a usually brief and vigorous fight or debate, to begin fighting
FAQs About the word set (to)
(ορίζω)
to begin actively and earnestly, a usually brief and vigorous fight or debate, to begin fighting
εγκαθίσταμαι (κάτω),διεύθυνση,απασχολημένος,δεσμεύω,ανησυχία,Συμπλέκομαι,Αφοσιωθείτε σε κάτι,σβήνω,να επαναεφαρμόσω,φθείρω
τριγυρνώ,σκαλίζω,χαζεύω,αδρανής,τσαλαβουτώ,μαϊμού (γύρω),παίξε,Αγγειοπλάστης (γύρω-γύρω),φλαντάρω,ασήμαντο
set (something) straight => διορθώνω (κάτι), set (against) => κατά, servitudes => δουλείες, servitors => υπηρέτες, servilities => servilisme,