Greek Meaning of plunge (in)

βουτάω (μέσα)

Other Greek words related to βουτάω (μέσα)

Definitions and Meaning of plunge (in) in English

plunge (in)

to start doing something with enthusiasm and energy, to push (something) into something quickly and forcefully

FAQs About the word plunge (in)

βουτάω (μέσα)

to start doing something with enthusiasm and energy, to push (something) into something quickly and forcefully

εστιάζω (σε),πέφτω,επικεντρώνω (σε),εγκαθίσταμαι (κάτω),βάζω πλάτη (σε),Στρέφομαι σε (κάτι),συνεισφέρειν,αναλαμβάνω,Αναλαμβάνω,διεύθυνση

αποφεύγω,αποφεύγω,αποφεύγω,σκαλίζω,αδρανής,καθυστέρηση,ακαταστασία,μαϊμού (γύρω),παίξε,τσιμπάω

plunders => λεηλατεί, plunderers => λεηλατητές, plums => Δαμάσκηνα, plumps => παχουλός, plumpish => στρουμπουλό,