Greek Meaning of dive (into)
βουτάω (μέσα)
Other Greek words related to βουτάω (μέσα)
Nearest Words of dive (into)
Definitions and Meaning of dive (into) in English
dive (into)
to quickly reach into (a bag, pocket, etc.), to start doing (something) with enthusiasm
FAQs About the word dive (into)
βουτάω (μέσα)
to quickly reach into (a bag, pocket, etc.), to start doing (something) with enthusiasm
προσέγγιση,έχει,ορμάω,Πλέω προς,αντιμετωπίζω,Σκίζω,Αναλαμβάνω,Σκαλίζω (σε ή μέσα),διεύθυνση,βάζω πλάτη (σε)
αποφεύγω,αποφεύγω,αποφεύγω,σκαλίζω,αδρανής,καθυστέρηση,ακαταστασία,μαϊμού (γύρω),παίξε,τσιμπάω
dive (in) => Κατάδυση (σε), divas => ντίβες, divans => καναπέδες, diurnals => εφημερίδες, ditzy => χαζός,