Greek Meaning of dive (in)
Κατάδυση (σε)
Other Greek words related to Κατάδυση (σε)
Nearest Words of dive (in)
Definitions and Meaning of dive (in) in English
dive (in)
to start doing something with enthusiasm
FAQs About the word dive (in)
Κατάδυση (σε)
to start doing something with enthusiasm
βουτάω (μέσα),συνεχίζω,αποφασίζω,ανακατεύω
ισορροπία,δισταγμός,διστάζω,σταματώ,Μένω πίσω,Διστάζω,δισταγμός,παραπαίω,διστάζω,καθυστέρηση
divas => ντίβες, divans => καναπέδες, diurnals => εφημερίδες, ditzy => χαζός, dittoing => το ίδιο,