Greek Meaning of procrastinate

αναβολή

Other Greek words related to αναβολή

Definitions and Meaning of procrastinate in English

Wordnet

procrastinate (v)

postpone doing what one should be doing

postpone or delay needlessly

FAQs About the word procrastinate

αναβολή

postpone doing what one should be doing, postpone or delay needlessly

σέρνομαι,καθυστέρηση,σύρετε,περίπτερο,μπουσουλώ,τριγυρνώ,αναβάλλω,Φιλιμπούστερ,καθυστέρηση,χασομερώ

επιταχύνω,αεράκι,βέλος,καλπασμός,καμπούρα,χυμάω,φασαρία,τρέξιμο,τρέχω,ανακατεύω

proconvertin => Προκονβερτίνη, proconsulship => προξενικό αξίωμα, proconsulate => Προξενείο, proconsular => ανθυπατικός, proconsul => ανθύπατος,