Greek Meaning of procrastination
αναβλητικότητα
Other Greek words related to αναβλητικότητα
- αποφυγή
- καθυστέρηση
- αβεβαιότητα
- αναμονή
- αμφιβολία
- δισταγμός
- αναποφασιστικότητα
- απροθυμία
- <span lang="el">δεύτερη σκέψη</span>
- απέχθεια
- εξέταση
- συζήτηση
- συζήτηση
- απροθυμία
- Διασάφηση
- δειλία
- διστακτικός
- Κάθομαι στον φράχτη
- αμφιταλαντευόμενος
- δισταγμός
- δισταγμός
- αβεβαιότητα
- αναποφασιστικότητα
- αναποφασιστικότητα
- αδιαθεσία
- αναποφασιστικότητα
- δυσπιστία
- παύση
- δεύτερη σκέψη
- δισταγμός
- δειλία
- Δειλία
- αβεβαιότητα
- απροθυμία
- δισταγμός
- Τρέμουλο
- διστακτικός
- τρεμάμενος
Nearest Words of procrastination
- procrastinator => αναβλητικός
- procreate => Γονιμοποιώ
- procreation => αναπαραγωγή
- procrustean => προκρούστειος
- procrustean bed => Κλίνη του Προκρούστη
- procrustean rule => Κρεβάτι του Προκρούστη
- procrustean standard => Προκρούστειος τύπος
- procrustes => Προκρούστης
- proctalgia => πρωκταλγία
- proctitis => Πρωκτίτιδα
Definitions and Meaning of procrastination in English
procrastination (n)
the act of procrastinating; putting off or delaying or defering an action to a later time
slowness as a consequence of not getting around to it
FAQs About the word procrastination
αναβλητικότητα
the act of procrastinating; putting off or delaying or defering an action to a later time, slowness as a consequence of not getting around to it
αποφυγή,καθυστέρηση,αβεβαιότητα,αναμονή,αμφιβολία,δισταγμός,αναποφασιστικότητα,απροθυμία,<span lang="el">δεύτερη σκέψη</span>,απέχθεια
Ευκινησία,Αποφασιστικότητα,προθυμία,ετοιμότητα,ψήφισμα,βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,Στερεότητα,αποφασιστικότητα
procrastinate => αναβολή, proconvertin => Προκονβερτίνη, proconsulship => προξενικό αξίωμα, proconsulate => Προξενείο, proconsular => ανθυπατικός,