Greek Meaning of waiting
αναμονή
Other Greek words related to αναμονή
- καθυστέρηση
- δισταγμός
- αναποφασιστικότητα
- αναβλητικότητα
- <span lang="el">δεύτερη σκέψη</span>
- εξέταση
- αμφιβολία
- διστακτικός
- Κάθομαι στον φράχτη
- αμφιταλαντευόμενος
- δισταγμός
- δισταγμός
- αβεβαιότητα
- αναποφασιστικότητα
- αναποφασιστικότητα
- παύση
- δεύτερη σκέψη
- δισταγμός
- αβεβαιότητα
- δισταγμός
- Τρέμουλο
- διστακτικός
- τρεμάμενος
- αποφυγή
- συζήτηση
- συζήτηση
- απροθυμία
- Διασάφηση
- αναποφασιστικότητα
- αδιαθεσία
- δυσπιστία
- απροθυμία
- δισταγμός
- Δειλία
- ντροπαλότητα
- αβεβαιότητα
- απροθυμία
Nearest Words of waiting
Definitions and Meaning of waiting in English
waiting (n)
the act of waiting (remaining inactive in one place while expecting something)
waiting (s)
being and remaining ready and available for use
waiting (p. pr. & vb. n.)
of Wait
waiting ()
a. & n. from Wait, v.
FAQs About the word waiting
αναμονή
the act of waiting (remaining inactive in one place while expecting something), being and remaining ready and available for useof Wait, a. & n. from Wait, v.
καθυστέρηση,δισταγμός,αναποφασιστικότητα,αναβλητικότητα,<span lang="el">δεύτερη σκέψη</span>,εξέταση,αμφιβολία,διστακτικός,Κάθομαι στον φράχτη,αμφιταλαντευόμενος
βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,Αποφασιστικότητα,Στερεότητα,ψήφισμα,Ευκινησία,αποφασιστικότητα,προθυμία,ετοιμότητα
waiter's assistant => Βοηθός σερβιτόρου, waiter => σερβιτόρος, waited => περίμενε, waite => περιμένω, wait-a-while => Περίμενε λίγο,