Greek Meaning of hawing

αμφιταλαντευόμενος

Other Greek words related to αμφιταλαντευόμενος

Definitions and Meaning of hawing in English

Webster

hawing (p. pr. & vb. n.)

of Haw

FAQs About the word hawing

αμφιταλαντευόμενος

of Haw

καθυστέρηση,διστακτικός,δισταγμός,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αναβλητικότητα,αβεβαιότητα,δισταγμός,αναμονή,διστακτικός

βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,Αποφασιστικότητα,Στερεότητα,ψήφισμα,Ευκινησία,αποφασιστικότητα,προθυμία,ετοιμότητα

haw-haw => χα, χα, hawhaw => χαχα, hawfinch => Κεδροσκούρτης, hawed => διστακτικός, hawebake => Hawebake,