Greek Meaning of hawked
πωλούσε
Other Greek words related to πωλούσε
Nearest Words of hawked
Definitions and Meaning of hawked in English
hawked (imp. & p. p.)
of Hawk
hawked (a.)
Curved like a hawk's bill; crooked.
FAQs About the word hawked
πωλούσε
of Hawk, Curved like a hawk's bill; crooked.
διανεμημένος,πωλούσε,εμπορευματοποιημένα,Λιανική πώληση,χονδρική,ασχολείται με,έσπευσε,εμπορευματοποιημένο,εμπορευματοποιημένο,ανταλλάχθηκε (με)
No antonyms found.
hawkbit => γέρακας, hawkbill => χελώνα καρέτα, hawk owl => μεγάλος μπούφος, hawk nose => Αετίσια μύτη, hawk moth => Μόλπα,