Greek Meaning of hustled

έσπευσε

Other Greek words related to έσπευσε

Definitions and Meaning of hustled in English

Webster

hustled (imp. & p. p.)

of Hustle

FAQs About the word hustled

έσπευσε

of Hustle

κοπιαστικός,δοκίμασε,εργάστηκε,σφυρηλατημένο,αγωνίστηκε,αγωνιζόταν,ιδρωμένος,δουλεύω σκληρά,προσπάθησε,κουρασμένος

Χρεοκοπημενος,απογοητευμένος,παγωμένο,καθυστερείν,αδρανής,τεμπέλιαζε,αφήνω κάτι,τεμπελιάζω,Ξάπλωνε,ξεκούραστος

hustle => φασαρία, hustings => προεκλογική ομιλία, hussite => Χουσίτης, husserl => Χούσερλ, hussein => Χουσεΐν,