Greek Meaning of doodled
σκαλιγرافία
Other Greek words related to σκαλιγرافία
- παίζεται
- αργοπορώ
- έκανε βλακείες
- ανόητα
- Άχρηστος
- χαζολογώντας (γύρω)
- Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- ~~κρεμασμένος~~
- αδρανής
- κλώτσησε γύρω
- τεμπελιάζω
- κρεμόταν
- Ξάπλωνε
- Χαντάκησε
- Έκανε μαimuδιές
- τριγύριζε
- Μαστόρευε (γύρω)
- περιπαίζω
- Κλόουν
- καθυστερείν
- Απάτησε (με)
- δίστασε
- παίζω με άλογα
- περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω)
- μαστόρεψε
Nearest Words of doodled
Definitions and Meaning of doodled in English
doodled
to produce by doodling, an aimless or casual scribble, design, or sketch, dawdle, trifle, a minor work, a scribble, design, or sketch done while thinking of something else, to make a doodle
FAQs About the word doodled
σκαλιγرافία
to produce by doodling, an aimless or casual scribble, design, or sketch, dawdle, trifle, a minor work, a scribble, design, or sketch done while thinking of som
παίζεται,αργοπορώ,έκανε βλακείες,ανόητα,Άχρηστος,χαζολογώντας (γύρω),Κρεμασμένος (γύρω ή έξω),~~κρεμασμένος~~,αδρανής,κλώτσησε γύρω
εργατικός,(ορίζω),εγκατεστημένος,Βάστηξε την πλάτη
doodads => Σχολικά είδη, dons => ντον, donnybrooks => καβγάδες, donnybrook => Ντόννυμπρουκ, donkeyworks => γαϊδουροδουλειά,