Greek Meaning of hanged (around or out)
Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
Other Greek words related to Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- συνδεδεμένος
- συνδεδεμένος
- σχετικός
- ταξίδεψε
- ταξίδεψε
- συνδεδεμένος
- δεσμευμένος
- συναδελφώθηκε
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- αναμεμιγμένα
- μικτός
- τρέχω
- τρέχω
- ταξινομημένο
- δεμένος
- συνεργάστηκε
- συνδεδεμένο
- συνδεδεμένος
- συνάντησε
- Τά 'βρισκαν καλά
- συνέχισε
- Έπαιξε
- συναναστρέφεται
- Χαντάκησε
- έκαναν παρέα (γύρω από)
- Τριβή αγκώνων (με)
- Τρίφτηκαν οι ώμοι (με)
- Ανέλαβε με
- ήταν φίλος με τον/την…
- Συνδεδεμένος
- σύμμαχοι
- Επισυναπτόμενος
- Λωρίδων
- έγιναν φίλοι
- φίλεψαν
- σύλλογος
- ενωμένες
- συζευγμένο
- Φίλοι
- συνδεδεμένο
- ομαδοποιημένα
- αλληλένδετα
- δεμένο
- συμμαχημένος
- συγκεντρωμένοι
- μονόπλευρος
- κοινωνικοποιημένος
- ομαδική
- παντρεμένος
- παντρεμένος
- συνωμότησε
- ομοσπονδιακός
- Συνεργάστηκε
Nearest Words of hanged (around or out)
- hanged (at) => απαγχονισμένος (σε)
- hanging (around or out) => Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- hanging (around) => κρεμώντας (γύρω γύρω)
- hanging (at) => κρεμασμένο σε
- hanging about => να κρέμεται
- hanging around => αράζω
- hanging back => κρεμασμένοι πίσω
- hanging fire => εκκρεμότητα
- hanging loose => κρεμασμένο χαλαρά
- hanging on => κρεμαστό
Definitions and Meaning of hanged (around or out) in English
hanged (around or out)
No definition found for this word.
FAQs About the word hanged (around or out)
Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
συνδεδεμένος,συνδεδεμένος,σχετικός,ταξίδεψε,ταξίδεψε,συνδεδεμένος,δεσμευμένος,συναδελφώθηκε,προσχώρησε,συνδεδεμένος
Απέφευξε,απέφευξα,χωρίζω,αλλοτριωμένος,διασκορπισμένος,αποξενωμένος,διαχωρίζω,Χώρισαν,απορριφθεί,διαλυμένος
hangaring => Στάθμευση στο υπόστεγο, hangared => σε υπόστεγο, hang one on => κρέμασε ένα, hang on to => προσκολλώμαι, hang loose => Χαλάρωσε,