Greek Meaning of hobnobbed

Έπαιξε

Other Greek words related to Έπαιξε

Definitions and Meaning of hobnobbed in English

hobnobbed

to associate in a friendly manner, to associate familiarly, to drink sociably

FAQs About the word hobnobbed

Έπαιξε

to associate in a friendly manner, to associate familiarly, to drink sociably

συνδεδεμένος,έγιναν φίλοι,δεσμευμένος,συνδεδεμένος,προσχώρησε,αναμεμιγμένα,τρέχω,τρέχω,ταξίδεψε,ταξίδεψε

Απέφευξε,απέφευξα,απορριφθεί,αλλοτριωμένος,διαλυμένος,διασκορπισμένος,Διαζευγμένος,αποξενωμένος,διαχωρίζω,Χώρισαν

hobgoblins => χόμπγκομπλιν, hobbyists => χομπίστες, hobbyhorses => χόμπι, hobbles => εμπόδια, hobbledehoys => αναμάρτητος,