Greek Meaning of kept company (with)

συναναστρέφεται

Other Greek words related to συναναστρέφεται

Definitions and Meaning of kept company (with) in English

kept company (with)

to spend time with (someone)

FAQs About the word kept company (with)

συναναστρέφεται

to spend time with (someone)

συνδεδεμένος,δεσμευμένος,συνδεδεμένος,προσχώρησε,μικτός,τρέχω,τρέχω,ταξίδεψε,ταξίδεψε,συνάντησε

Απέφευξε,απέφευξα,αλλοτριωμένος,διαλυμένος,διασκορπισμένος,Διαζευγμένος,αποξενωμένος,διαχωρίζω,Χώρισαν,απορριφθεί

kept clear of => κρατήθηκε μακριά από, kept (someone) posted => Κρατώ (κάποιον) ενήμερο, kept (on) => διατηρούμενο (στο), kept (from) => διατηρείται (από), kept (back) => διατηρημένος (πίσω),