Greek Meaning of kerflooey

τούμπα

Other Greek words related to τούμπα

Definitions and Meaning of kerflooey in English

kerflooey

awry, kaput

FAQs About the word kerflooey

τούμπα

awry, kaput

Χρεωκοπία,μειούμενη,κατεστραμμένος,καππούτ,ολίσθηση,βυθισμένο,καταρρέων,αποτυχημένος,πλαταγίζοντας,δίπλωμα

ακμάζων,πηγαίνω,Ευημερούσα,επιτυχής,ακμάζων,θριαμβευτικός,Ανθηρός,ερχομένων,φοίνικας,ελπιδοφόρος

kept-up => ```συντηρημένο```, kept to => τηρήθηκε σε, kept company (with) => συναναστρέφεται, kept clear of => κρατήθηκε μακριά από, kept (someone) posted => Κρατώ (κάποιον) ενήμερο,