Greek Meaning of slumping
πτωτικό
Other Greek words related to πτωτικό
Nearest Words of slumping
Definitions and Meaning of slumping in English
slumping (p. pr. & vb. n.)
of Slump
FAQs About the word slumping
πτωτικό
of Slump
βούτηγμα,πτώση,βύθιση,κρεμαστός,μειούμενη,μαλακός,μενταγιόν,μενταγιόν,χαλαρός,Αναστολή
όρθιος,άκαμπτος,άκαμπτος,κατακόρυφος,Υψηλός,άκαμπτος,άκαμπτος,ανυψωμένο,ανασηκωμένος
slumped => κατηφής, slump => πτώση, slummy => παραγκούπολη, slumming => παραγκούπολη, slumgum => σλουμ καμ,