Greek Meaning of unbending
άκαμπτος
Other Greek words related to άκαμπτος
- απόμακρος
- κρύος
- κουλ
- αποσπασμένος
- μακρινό
- αντικοινωνικός
- Ακοινωνικός
- κουμπωμένο
- κλινικός
- Ψυχρός στα μάτια
- ξηρός
- παγωμένος
- σκληρός
- Μισάνθρωπος
- απόμακρος
- επαγγελματίας
- απομακρυσμένος
- κρατημένος
- ντροπαλός
- σιωπηλός
- αδιέξοδο
- απόμακρος-η-ο
- ντροπαλός
- ακοινώνητος
- αποσυρμένος
- αδιάφορος
- κλίκας
- διστακτικός
- αδιάφορος
- αποστασιοποιημένος
- απρόσωπος
- Αδιάφορος
- αδιάφορος
- εγκάρδιος
- Εσωστρεφής
- ασυγκοινώνητος
- υπολειπόμενος
- ερημίτης
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- άκοινωνήτος
- Ανεπηρέαστος
- αδιάφορος
- αντικοινωνικός
- Ασύλλογος
Nearest Words of unbending
Definitions and Meaning of unbending in English
unbending (s)
incapable of adapting or changing to meet circumstances
unbending (p. pr. & vb. n.)
of Unbend
unbending (a.)
Not bending; not suffering flexure; not yielding to pressure; stiff; -- applied to material things.
Unyielding in will; not subject to persuasion or influence; inflexible; resolute; -- applied to persons.
Unyielding in nature; unchangeable; fixed; -- applied to abstract ideas; as, unbending truths.
Devoted to relaxation or amusement.
FAQs About the word unbending
άκαμπτος
incapable of adapting or changing to meet circumstancesof Unbend, Not bending; not suffering flexure; not yielding to pressure; stiff; -- applied to material th
απόμακρος,κρύος,κουλ,αποσπασμένος,μακρινό,αντικοινωνικός,Ακοινωνικός,κουμπωμένο,κλινικός,Ψυχρός στα μάτια
φιλικός,εκτατικός,φιλικός,κοινωνικός,εξωστρεφής,κοινωνικός,ζεστός,Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός
unbendable => άκαμπτος, unbend => ισιώνω, unbelted => αναπόδετος, unbelt => λυω το ζωνάρι, unbeloved => αγαπητός,