Greek Meaning of aloof
απόμακρος
Other Greek words related to απόμακρος
- κρύος
- κουλ
- αποσπασμένος
- μακρινό
- αντικοινωνικός
- Ακοινωνικός
- κλινικός
- ξηρός
- παγωμένος
- απόμακρος
- επαγγελματίας
- απομακρυσμένος
- κρατημένος
- ντροπαλός
- σιωπηλός
- απόμακρος-η-ο
- ντροπαλός
- άκαμπτος
- ακοινώνητος
- αποσυρμένος
- αδιάφορος
- κουμπωμένο
- κλίκας
- Ψυχρός στα μάτια
- διστακτικός
- αδιάφορος
- αποστασιοποιημένος
- σκληρός
- απρόσωπος
- Αδιάφορος
- αδιάφορος
- εγκάρδιος
- Εσωστρεφής
- Μισάνθρωπος
- ασυγκοινώνητος
- υπολειπόμενος
- ερημίτης
- συγκρατημένος
- αδιέξοδο
- σιωπηλός
- άκοινωνήτος
- Ανεπηρέαστος
- αδιάφορος
- αντικοινωνικός
- Κλίκα
- Ασύλλογος
Nearest Words of aloof
Definitions and Meaning of aloof in English
aloof (s)
remote in manner
aloof (r)
in an aloof manner
aloof (n.)
Same as Alewife.
aloof (adv.)
At or from a distance, but within view, or at a small distance; apart; away.
Without sympathy; unfavorably.
aloof (prep.)
Away from; clear from.
FAQs About the word aloof
απόμακρος
remote in manner, in an aloof mannerSame as Alewife., At or from a distance, but within view, or at a small distance; apart; away., Without sympathy; unfavorabl
κρύος,κουλ,αποσπασμένος,μακρινό,αντικοινωνικός,Ακοινωνικός,κλινικός,ξηρός,παγωμένος,απόμακρος
φιλικός,Φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,φιλικός,κοινωνικός,εξωστρεφής,κοινωνικός,κουβεντολόγος,ζεστός
alonso => Αλόνσο, alongst => κατά μήκος, alongside => δίπλα, alongshoreman => Λιμενεργάτης, alongshore => Κατά μήκος της ακτής,