Greek Meaning of alongshore
Κατά μήκος της ακτής
Other Greek words related to Κατά μήκος της ακτής
Nearest Words of alongshore
Definitions and Meaning of alongshore in English
alongshore (adv.)
Along the shore or coast.
FAQs About the word alongshore
Κατά μήκος της ακτής
Along the shore or coast.
παράκτιος,εκτός ακτής,παράκτιος,παράκτιο,κοντά στην ακτή,ακτή,παραλία,όχθη
βαθιά νερά,ωκεάνιος,μπλε νερά
along => κατά μήκος, aloneness => μοναξιά, alonely => μοναχικός, alone => μόνος, alomancy => αλμαντική,