Greek Meaning of boon
δώρο
Other Greek words related to δώρο
- φιλικός
- φιλόξενος
- εξωστρεφής
- κινούμενη
- χαρούμενος
- κλαμπάμπλ
- συλλογικός
- κλειστό
- φιλικός
- Φιλικός
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- επερχόμενο
- ομοφυλόφιλος
- φιλεύσπλαχνος
- κοινωνικός
- χαρούμενος
- παρακαλώ
- ζωηρός
- κοινωνικός
- ζωηρός
- κουβεντολόγος
- Φιλικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- φωτεινό
- ανθρακούχος
- πλευστό
- χαρούμενος
- κοινωτικός
- φιλικός
- φιλικός
- αφρώδης
- εκτατικός
- ενθουσιώδης
- λαϊκός
- φλύαρος
- λαμπρός
- ζωηρός
- χαρούμενος
- φιλικός
- ζωηρός
- pithani
- θρασύς
- Ζωηρός
- αισιόδοξο
- Ζωντανός
- ζωηρός
Nearest Words of boon
Definitions and Meaning of boon in English
boon (n)
a desirable state
boon (s)
very close and convivial
boon (n.)
A prayer or petition.
That which is asked or granted as a benefit or favor; a gift; a benefaction; a grant; a present.
Good; prosperous; as, boon voyage.
Kind; bountiful; benign.
Gay; merry; jovial; convivial.
The woody portion flax, which is separated from the fiber as refuse matter by retting, braking, and scutching.
FAQs About the word boon
δώρο
a desirable state, very close and convivialA prayer or petition., That which is asked or granted as a benefit or favor; a gift; a benefaction; a grant; a presen
φιλικός,φιλόξενος,εξωστρεφής,κινούμενη,χαρούμενος,κλαμπάμπλ,συλλογικός,κλειστό,φιλικός,Φιλικός
αντικοινωνικός,κρύος,κουλ,μακρινό,Εσωστρεφής,ερημίτης,απομακρυσμένος,κρατημένος,ακοινώνητος,αντικοινωνικός
boomslange => Μπουμσλάνγκ, boomkin => Μπούμκιν, booming => Ανθηρός, boomerang => μπούμερανγκ, boomer => Μπέιμπι-μπούμερς,