Greek Meaning of boor
παχύδερμος
Other Greek words related to παχύδερμος
- κλόουν
- σκύλος
- τζόκερ
- σκάντζοχοιρος
- βάρβαρος
- Θηρίο
- βαλβίδα εξαέρωσης
- ενοχλητικός
- αγενής
- μούγκο
- βάρβαρος
- μαλάκας
- γύπας
- CAD
- αγροίκος
- μπουσουλώ
- σκατά
- μίγμα
- καταδότης
- φτέρνα
- κυνηγόσκυλο
- Φθείρας
- αναιδής
- ενόχληση
- χάπι
- ποντίκι
- Ερπετά
- σάπιος
- άγριος
- βρωμιά
- Τσίχλα
- αλήτης
- Φίδι
- ο τάδε
- χλοοτάπητας
- βρωμύλος
- χοίρος
- Βάτραχος
- βλαβερά ζώα
- Ζιζάνια
- κακός
- Μπαστάρδος
- καθίκι
- απατεώνας
- Γλίτσας
- κουτόφραγκος
- Μπλόκχεντ
- Σούλα (Soula)
- σπηλαιάνθρωπος
- πω πω
- ψίχουλο
- Ντανκ
- ναρκωτικό
- μπάχαλος
- θρασύς
- λαμόγιο
- απατεώνας
- κακούργος
- Νεάντερταλ
- nerd
- κόνιδα
- Παξιμάδι
- παράσιτο
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- Τραχύς λαιμός
- κρούστα
- παλιόπαιδο
- schmo
- σνομπ
- μούγκα
- Γαλοπούλα
- χυδαίος
- δυστυχής
- Φινκ του αρουραίου
- τεμπέλης
- ξεφτίλας
- Βρομιάρης
Nearest Words of boor
Definitions and Meaning of boor in English
boor (n)
a crude uncouth ill-bred person lacking culture or refinement
boor (n.)
A husbandman; a peasant; a rustic; esp. a clownish or unrefined countryman.
A Dutch, German, or Russian peasant; esp. a Dutch colonist in South Africa, Guiana, etc.: a boer.
A rude ill-bred person; one who is clownish in manners.
FAQs About the word boor
παχύδερμος
a crude uncouth ill-bred person lacking culture or refinementA husbandman; a peasant; a rustic; esp. a clownish or unrefined countryman., A Dutch, German, or Ru
κλόουν,σκύλος,τζόκερ,σκάντζοχοιρος,βάρβαρος,Θηρίο,βαλβίδα εξαέρωσης,ενοχλητικός,αγενής,μούγκο
κύριος,ήρωας,κυρία,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,Άγιος,άγγελος
boone => Μπουν, boondoggle => ανοησία, boondocks => ερημιά, boon => δώρο, boomslange => Μπουμσλάνγκ,