Greek Meaning of boomed
άνθισε
Other Greek words related to άνθισε
- επιταχυνόμενος
- ανέβηκε
- επεκταθεί
- αυξημένος
- τριαντάφυλλο
- πρησμένος
- συσσωρευμένος
- μπαλόνι
- αύξήθηκε
- διευρυμένο
- κλιμακωθείς
- κέρδισε
- εντατικοποιημένος
- πήδησε
- τοποθετημένος
- πολλαπλασιασμένο
- μανιταρώδης
- πολλαπλασιαζόμενος
- Τυλιγμένο
- χιόνισε
- διαδίδω
- αυξήθηκε
- κέρωμα
- εκτιμημένος
- βλαστάνω
- κατασκευασμένος
- ογκώδης
- Κορυφωμένος
- Διατεταμένος
- ενισχυμένο
- φουσκωμένο
- κορύφωσε
- φουσκωμένο
- Διπλασιάστηκε
- Εκτοξεύτηκε
- εκτοξεύθηκε
Nearest Words of boomed
Definitions and Meaning of boomed in English
boomed (imp. & p. p.)
of Boom
FAQs About the word boomed
άνθισε
of Boom
επιταχυνόμενος,ανέβηκε,επεκταθεί,αυξημένος,τριαντάφυλλο,πρησμένος,συσσωρευμένος,μπαλόνι,αύξήθηκε,διευρυμένο
συμφωνημένο,μειωμένος,ελαττωμένος,λιγότερο,συρρικνώθηκε,υποχώρησε,μειώθηκε
boomdas => Μπούμντας, boom town => Ανθηρή πόλη, boom out => εκρήγνυμαι, boom box => Στερεοφωνικό μηχάνημα κασέτας, boom => άνθηση,