Greek Meaning of jumped

πήδησε

Other Greek words related to πήδησε

Definitions and Meaning of jumped in English

Webster

jumped (imp. & p. p.)

of Jump

FAQs About the word jumped

πήδησε

of Jump

πήδησε,πήδηξε,πήδησε,αναπήδησε,οριοθετημένο,παραλείφθηκε,πήδηξε,αναπηδήσαμε,θολωτός,επιτέθηκε

έρποντας,έρπει,σύρθηκε,περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),καθυστερημένος,έμεινε,τρύπησε,Βημάτιζε,καθυστερείν,αργοπορώ

jump suit => Φόρμα, jump spark => Σπινθήρας, jump shot => Σουτ άλματος, jump seat => Έξτρα κάθισμα, jump rope => σκοινάκι,