Greek Meaning of bounced

αναπήδησε

Other Greek words related to αναπήδησε

Definitions and Meaning of bounced in English

Webster

bounced (imp. & p. p.)

of Bounce

FAQs About the word bounced

αναπήδησε

of Bounce

εξόριστος,κυνηγημένος,απολυμένος,εκτοπισμένος,εκδιωκόμενος,φανερώθηκε,αποβάλλω / εξορίζω,εκδιωγμένος,εξωθημένος,απολυμένος

αποδεκτό,παραδεκτός,έλαβε,πήρε,καλωσόρισε,πήρε μέσα,διασκεδασμένος,φιλοξενούν,στεγασμένος,καταλύει

bounce out => αναπηδώ, bounce back => Ανακάμπτω, bounce => αναπήδηση, boun => boun, boultin => Μπουλόνι,